λεοντοπέταλον

λεοντοπέταλον
λεοντο-πέτᾰλον, τό, a plant,
A Leonticé Leontopetalum, Dsc. 3.96, Gal.12.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεοντοπέταλον — λεοντοπέταλον, τὸ (Α) είδος τού φυτού λεοντική …   Dictionary of Greek

  • λεοντοπέταλον — Leonticé Leontopetalum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπετάλου — λεοντοπέταλον Leonticé Leontopetalum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”